- στελεχώδης
- -ῶδες, Α [στέλεχος]1. όμοιος με στέλεχος2. αυτός που έχει βλαστό ή κορμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στελεχῶδες — στελεχώδης with a stem masc/fem voc sg στελεχώδης with a stem neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελεχώδεις — στελεχώδης with a stem masc/fem acc pl στελεχώδης with a stem masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
στελεχιαίος — α, ο / στελεχιαῖος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε στέλεχος (α. «στελεχιαίο δυναμικό» το δυναμικό στελεχών μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού β. «φλὲψ στελεχιαία» η πυλαία φλέβα, Γαλ.) αρχ. στελεχώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + κατάλ … Dictionary of Greek
στελεχοειδής — ές, Α στελεχώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + ειδής*] … Dictionary of Greek